- ακιδώ
- ἀκιδῶ (-όω) (AM) [ἀκίς]1. κάνω κάτι αιχμηρό2. μέσ. έχω ακίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek